-
1 ἐπ-άϊκλον
ἐπ-άϊκλον, τό, Ath. XIV, 664 e, u. plur. ἐπ-άϊκλα (s. αἶκλον), dor., der Nachtisch, τὰ μετὰ δεῖπνον τραγήματα, Persaeus bei Ath. IV, 140 e auch ἐπ-αίκλεια, τά, XIV, 642 e.
См. также в других словарях:
επαΐκλεια — ἐπαΐκλεια και ἔπαικλα ή ἐπέκλεια ή ἐπάικλα, τα (Α) τα μετά το δείπνο, τα επιδείπνια ή επιδόρπια («ἐπαΐκλειά φασι καλεῑσθαι τὰ μετὰ τὸ δεῑπνον τραγήματα», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άικλον (ή αίκλον) «δείπνο»] … Dictionary of Greek